- παραφορά
- ηέντονη εκδήλωση συναισθήματος, έξαψη, ταραχή, παραφροσύνη: Πάνω στην παραφορά του δεν ήξερε τι έλεγε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραφορά — παραφορά̱ , παραφορά going aside fem nom/voc/acc dual παραφορά̱ , παραφορά going aside fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορᾷ — παραφορά going aside fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορά — η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [παραφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β.… … Dictionary of Greek
παράφορα — (I) επίρρ. βλ. παράφορος. (II) τά, Α (κατά τον Ησύχ.) «παρατετραμμένα» … Dictionary of Greek
παράφορα — παράφορον borne aside neut nom/voc/acc pl παράφορος borne aside neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοράν — παραφορά̱ν , παραφορά going aside fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοράς — παραφορά̱ς , παραφορά going aside fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοραῖς — παραφορά going aside fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοραί — παραφορά going aside fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορᾶς — παραφορά going aside fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)